αχυλία

αχυλία
η (Α ἀχυλία) [άχυλος]
νεοελλ.
η έλλειψη έκκρισης γαστρικού ή παγκρεατικού υγρού
αρχ.
στεγνότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀχυλίας — ἀχυλίᾱς , ἀχυλία insipidity fem acc pl ἀχυλίᾱς , ἀχυλία insipidity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”